ἑνοποιῶ

ἑνοποιῶ
ἑνοποιέω
combine in one
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἑνοποιέω
combine in one
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἑνοποιός
combining in one
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενοποιώ — ενοποιώ, ενοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενοποιώ — (AM ενοποιῶ, έω) [ἑνοποιός] συνάπτω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα συνενώνω …   Dictionary of Greek

  • ενοποιώ — ενοποίησα, ενοποιήθηκα, ενοποιημένος, μτβ., πολλά τα ενώνω σε ένα, αντικαθιστώ τα πολλά με ένα, συνενώνω: Ενοποιήθηκε η αντιπολίτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνοποιῷ — ἑνοποιός combining in one masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ενίζω — (I) ἐνίζω (AM) [ίζω] (αμτβ.) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι, εγκαθίσταμαι κάπου («ἀπανθηκότι καὶ σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως» ο Έρωτας δεν κάθεται, δεν εγκαθίσταται μέσα σε μαραμένο σώμα και ψυχή, Πλάτ.) αρχ. τοποθετώ κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ενοποίηση — η 1. συνένωση, σύμπτυξη δύο ή πολλών πραγμάτων σε ένα («ενοποίηση υπηρεσιών») 2. (για διάφορες ύλες) ένωση σ ένα συμπαγές σύνολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοποιώ. Η λ. ενοποίησις μαρτυρείται στον Π. Βράιλα] …   Dictionary of Greek

  • συγχωνεύω — ΝΑ [χωνεύω] συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω νευμένου», Πλούτ.) νεοελλ. ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του») αρχ. (στην… …   Dictionary of Greek

  • ταυτοποιώ — ταυτοποιώ, έω, ΝΜΑ [ταὐτοποιός] νεοελλ. ταυτίζω μσν. ενοποιώ, ενώνω αρχ. 1. κάνω το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλον 2. πραγματοποιώ κάτι ως εκπρόσωπος, ως πληρεξούσιος ενός προσώπου ή μιας αρχής, κάνω ακριβώς εκείνο για το οποίο είχα σταλεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”